Saturday, March 4, 2023

Nel Mezzo del Cammin di Nostra Vita (1)

Αγαπητό Ημερολόγιο,

Ο Κοσμοναύτης περνάει κρίση. Έτσι απλά. Χωρίς θαυμαστικά, δίχως εμφατικές περικοκλάδες ή φλυαρίες. Όμως, κρατά πολλά μέσα του. Δε γίνεται άλλο. Καιρός πια να ειπωθούν. Είπαμε για κρίση. Σε κάποιο βαθμό, πρόκειται για κρίση ηλικίας, δηλαδή, να πούμε κρίση ύπαρξης, κρίση σκοπών μα και καταγωγής. Φέτος σαράντα-εννιά. Ένα σεβαστό μέρος ζωής καταναλώθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πού στέκεται σήμερα ο Κοσμοναύτης, λοιπόν; τι περιμένει τον όποιον καιρό του απομένει –ακόμη λίγα χρόνια ή πάλι ίσαμε το αποψινό βράδυ;

Είναι επώδυνος ο όγκος των συναισθημάτων και των σκέψεων που στριμώχνονται να βρουν έκφραση, αλλά θα επιμείνουμε σ’ εκείνα μονάχα που στροβιλίζονται με κέντρο την παιδεία, τη διδασκαλία, τη διδακτική, πείτε το όπως προτιμάτε. Όπως κάποιοι ή κάποιες θα έχετε προσέξει, ο ιστότοπος έχει πάψει να ανανεώνεται και να υποστηρίζεται εδώ και χρόνια. Να το πούμε συγκεκριμένα: από τότε που ένα ισχαιμικό επεισόδιο χάραξε ένα καινούργιο πριν κι ένα μετά στην πορεία της ζωής μου. Σημασίες επανασημασιολογήθηκαν, αξιώματα απαξιώθηκαν και πάγια ξεπαγώσανε. Η υπομονή εξαντλήθηκε, μαζί μ’ εκείνο το ποσοστό νευρώνων που σάπισαν. Ζήτω η υπομονή.

Όπως και όσο βιοπορίστηκα ίσαμε σήμερα, γίνηκε απ’ τη σκοπιά του φροντιστηριακού εκπαιδευτικού και απ’ αυτό το μετερίζι διαμορφώθηκαν το βλέμμα και οι πνεύμονές μου. Συνεπώς, από την αφετήρια ετούτη θ’ αρχινήσω τους λόγους μου.

Από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, από τότε δηλαδή που θυμάμαι τον μετα-παιδικό εαυτό μου, και κατόπιν πατρικής συνταγής (τούτο δίχως την παραμικρή ειρωνία) το φροντιστήριο εντάχθηκε στην καθημερινότητά μου, αν όχι απαραίτητα ως κάτι αναγκαίο, τουλάχιστον ως κάτι «καλό να». «Να μη δημιουργούνται κενά» ήταν η συμβουλή πατρικού φίλου και δασκάλου. Κι έτσι, όταν πια δέκα χρόνους μετά τον αποχαιρετισμό των σχολικών θρανίων, αποφάσισα στο εξής να προσδιορίζω τον εαυτό μου ως καθηγητή Μαθηματικών της Δευτεροβάθμιας, η φροντιστηριακή πραγματικότητα ήταν ενταγμένη στη κοσμοθεώρησή μου με τον πιο φυσιολογικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Η «σιγουριά» του Δημοσίου ήταν για μένα κενό γράμμα και χαλασμένη πυξίδα. Ειδικά όταν έπρεπε να συνδυαστεί με τμήματα 20 και 25 παιδιών, μεγέθη για τα οποία ούτε ήμουν, ούτε είμαι –ως ιδιοσυγκρασία- έτοιμος να αντιμετωπίσω και να διαχειριστώ. Στην πραγματικότητα, πιστεύω πως μόνον ελάχιστοι ή ελάχιστες είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Αλλά κι όσον αφορά τους διδακτικούς-παιδαγωγικούς σκοπούς και ήθος, δεν έβλεπα για ποιο λόγο δε θα μπορούσε κανείς να υπηρετήσει το ίδιο ακριβώς λειτούργημα, μέσα στις αίθουσες και μπρος στους πίνακες του ιδιωτικού τομέα.

Τι άλλαξε, όμως, από τότε; Άλλαξε ο κόσμος γύρω μας, αλλάξαμε κι εμείς μαζί του. Μεσολάβησε η τεράστια οικονομική και κοινωνική ανατροπή, στην οποία αναφερόμαστε συμπυκνωμένα ως «Κρίση», μεσολάβησε ένα εγκεφαλικό, μεσολάβησαν οι ενδοσκοπήσεις κι οι επαναπροσδιορισμοί των πρόσφατων lockdown, μεσολάβησαν 19 ολόκληρα χρόνια διδασκαλίας και, γιατί όχι, μεσολάβησε κι η παντελής παιδαγωγική τελμάτωση, πράγμα να πούμε ισοδύναμο με την οπισθοδρόμηση, όταν ο κόσμος κι οι πραγματικότητες σε ξεπερνούν με διασκελισμούς.

Βρίσκω στην περίπτωσή μου, μια κάποια ομοιότητα με τον ιερέα εκείνον που σηκώθηκε μια μέρα, συνειδητοποιώντας πως η πίστη του τον είχε εγκαταλείψει. Όχι από κάποιας μορφής απελπισία, μηδενισμό ή άλλη νοσηρότητα, αλλά γιατί συνειδητοποίησε μιαν άλλη πίστη, μια πίστη δυνατότερη από την προηγούμενη, που στην πραγματικότητα δεν ήταν καν πίστη, παρά αδήριτη βεβαιότητα για μια ζωή διαφορετική, μια ζωή μπροστά στην οποία ετούτη που ζούμε τώρα είναι ξεδιάντροπος θάνατος και μόνον. Τέτοιες ρήξεις προφανώς δεν εκρήγνυνται ως υπερκαινοφανείς από τη μια μέρα στην άλλη, παρά συσσωρεύονται το ένα κέλυφος πάνω στο προηγούμενο -όπως ακριβώς δηλαδή στους υπερκαινοφανείς. Κάποτε σκάνε, απλά και μόνο γιατί έφτασε η ώρα τους. Η αφορμή δεν έχει σημασία. Τις αφορμές, στο κάτω-κάτω, σα δεν έρχονται μονάχες τους, τη γεννά η ίδια η ανάγκη.

Συμβαίνει τώρα, αυτό το ετερόκλητο μωσαϊκό που αποκαλούμε Παιδεία -αν έχει δηλαδή απομείνει κάτι απ’ το νόημα της λέξης- να έχει υπερκορεσθεί με αδιέξοδα τέτοιας ολκής, ώστε με μια πρόχειρη προσέγγιση φαίνεται προτιμότερο να τινάξει κανείς τα πάντα στον αέρα και κατόπιν να τα χτίσει απ’ την αρχή. Σχήμα λόγου, θα μου πείτε και μην ξεθαρρεύουμε, καθώς είναι φόβος να κουτουλάμε την κεφάλα μας απ’ το ένα τετριμμένο αδιέξοδο στο άλλο: να φυτέψεις ένα νέο σχολείο, αγνό και παρθένο, μέσα σε μιαν κοινωνία που αποπνέει μούχλα και θάνατο, όπερ άτοπον.

Αλλά μην εστιάσουμε ακόμα σ’ ετούτα τα βαθιά και πνιγούμε στο πρώτο μας πλατσούρισμα. Ας σταθούμε μια στάλα, ας αναρωτηθούμε κάποτε τα προφανή. Περνάω στο προσωπικό ζητούμενο: ποιος είναι επιτέλους ο ρόλος, το ήθος κι οι σκοποί τους οποίους εξυπηρετεί στις μέρες μας ο ευρύτερος φροντιστηριακός χώρος, αυτός τον οποίο υπηρέτησα 19 ολόκληρα χρόνια ως καθηγητής και άλλα 6 νωρίτερα ως μαθητής, σύνολο 25; Δεν είναι και λίγα. Τι μπορεί να περιμένει κανείς, τι τολμά να απαιτήσει και τι να ονειρευτεί; Όχι σαν επιχειρηματίας, βέβαια, που μετρά κατά κεφαλές εισόδημα, αλλά σαν άνθρωπος που αγαπά και τιμά την ενασχόλησή του με το νου και τη σκέψη των νέων ανθρώπων και φυσικά τη δική του. Ήταν, λοιπόν, ανέκαθεν τα Φροντιστήρια χώροι τέτοιας βαθιάς νοσηρότητας ή μήπως τα ήσσονα σπυριά της εφηβείας κακοφόρμησαν κάποτε σε γάγγραινα, μαζί με τα υπόλοιπα δεινά των καιρών; Είναι χρεία να σταθούμε και ν’ αναρωτηθούμε, μήπως πολύ περισσότερο κι απ’ το ίδιο το δημόσιο σχολείο, το Φροντιστήριο στέκεται πλέον ο πιο ύπουλος απ’ τους εχθρούς μας, διαπράτωντας επανειλημμένα εκείνο ακριβώς το οποίο ισχυρίζεται πως θεραπεύει. Να προβληματιστούμε πρέπει για το ενδεχόμενο να διαιωνίζει αντί ν’ αμβλύνει τις αντιθέσεις και την άγνοια, να τρικλοποδίζει αντί να συβαστάζει εκείνον που το ‘χει αληθινά ανάγκη, να διογκώνει τα χάσματα και την αδυναμία, αντί να επιρρώνει και να χτίζει γέφυρες.

Να είμαι ξεκάθαρος, δε μιλώ στο παραμικρό για το ήθος των ανθρώπων που το στελεχώνουν –μισθωτούς ή εργοδότες- κι οι οποίοι (όχι όλοι αλλά μην εκτροχιαστούμε σε κουραστικά τετριμμένα) αφήνουν καθημερινά κάτι απ’ την ψυχή τους, εξανθρωπίζοντας όλες αυτές τις κακοφωτισμένες κι απρόσωπες αίθουσες κι οι οποιοι συχνά γνωρίζουν τα παιδιά και τις ανάγκες τους καλύτερα απ’ τους ίδιους τους γονείς τους. Μιλώ για το ήθος του θεσμού καθαυτού και για τις εκπτώσεις στις οποίες εκβιάζεται από την ίδια την επιχειρηματική του φύση, μέσα σ’ ένα οικονομικίστικο περιβάλλον που δεν ξέρει να συγχωρά και μια στενόχωρη κοινότητα που αρέσκεται να αναμασά τα δεσμά και τις σάρκες της. Ή μήπως όχι; Ή μήπως αυτή είναι απλά η σκέψη των οκνηρών και των φοβισμένων να φανταστούν, να σχεδιάσουν, ν' αποτολμήσουν την επόμενη μέρα;

Μέσα σ’ αυτό το αλαλούμ νοημάτων, λοιπόν, σ’ ετούτη την σύγχρονη Βαβυλωνία, στρέφει κάποτε κανείς το βλέμμα του απ’ τον πίνακα και αντικρύζει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από ένα νεκροταφείο βλεμμάτων και ψυχών. Μια ματαιότητα τόσο απάνθρωπη, ώστε μόνον κοροϊδεύοντας εαυτόν μπορεί να ανανεώνει πλέον τις δυνάμεις του, την κάθε μέρα που περνάει, ταΐζοντας ξανά και ξανά αυτόν το βωμό του παραλόγου με ανυπολόγιστες ανθρωποώρες πεταμένης ζωής. Αυτά τα υποκειμενικά, λοιπόν, σκεπτόμενος κι αδυνατώντας πια να βρίσκω σταθερό έδαφος για να πατώ, έλαβα την απόφαση, αφού δε μπορώ προς το παρόν ν’ αποτελώ μέρος μιας κάποιας λύσης, τουλάχιστον να μη συνεχίσω ν’ αποτελώ συνένοχο και μέρος του προβλήματος. Γιατί είχα πάντα και τούτο το πεισματικό αγκάθι: να ‘ναι ο βίος μου συνεπής με τη σκέψη μου, όσο δηλαδή το επιτρέπουν οι περιστάσεις και η αξιοπρέπειά μου.

Κι έτσι, ο Κοσμοναύτης από φέτος βάζει πια τέρμα σε τούτην τη διαδρομή των 19 συναπτών ετών κι όπου, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, δεν έχει σκοπό να επιστρέψει ποτέ ξανά, παρά μόνον ίσως με μία προϋπόθεση: να μπορεί να υποβάλλει δικούς του όρους. Το ποιοι ακριβώς θα ‘ναι αυτοί οι τελευταίοι συνιστά αφορμή μιας άλλης συζήτησης, η οποία θ’ ακολουθήσει εδώ με την πρώτη ευκαιρία. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το τέρας, ποια είναι αυτή η σχιζοφρένεια, τα οποία αρνούμαι πλέον να υπηρετήσω; Θα το αναπτύξουμε και τούτο, στη συνέχεια, σε όσες συναφείς αναρτήσεις ακολουθήσουν. Μέχρι τότε, καλέ αναγνώστη και καλό μου Ημερολόγιο, εύχομαι καλή συνέχεια κι όνειρα επαναστατικά, που λεν και κάτι γραφικά τυπάκια που βασανίζονται από τη χρόνια δυσπεψία του ρομαντικού. Γιατί είναι αλήθεια, πως υπάρχουν πάντα κι άλλες ζωές -ένα σωρό- συχνά καλύτερες από κείνη τη φθαρμένη που 'χουμε συνηθίσει. Αρκεί να τις επιθυμήσουμε.

No comments :

Post a Comment