Monday, April 17, 2023

Το Κινέζικο Δωμάτιο και η παπαγαλία...

[ Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ, στις 7 Ιουνίου 2014 ]

Βάσω Κιντή

Συζητούσα τις προάλλες με φίλους το περίφημο Επιχείρημα του Κινέζικου Δωματίου που διατύπωσε πρώτη φορά ο φιλόσοφος Τζον Σερλ, ένα νοητικό πείραμα στο οποίο κάποιος που δεν ξέρει κινέζικα βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο και απαντά μηχανικά, ακολουθώντας ορισμένους κανόνες χειρισμού συμβόλων, σε ερωτήματα διατυπωμένα σε κινέζικους χαρακτήρες που του δίνονται κάτω από την πόρτα. Ο,τι ερώτημα τού τίθεται το απαντά σωστά ακολουθώντας τους κανόνες, όπως περίπου κάνει ένας υπολογιστής, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την εντύπωση στους έξω από το δωμάτιο ότι ξέρει κινέζικα ενώ αυτός αναγνωρίζει απλώς το σχήμα των χαρακτήρων χωρίς καν να καταλαβαίνει αν είναι κινέζικοι χαρακτήρες ή, π.χ., ιαπωνικοί. Ενα από τα συμπεράσματα του επιχειρήματος είναι ότι ο επιτυχημένος χειρισμός συμβόλων δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην κατανόηση. «Ακριβώς ό,τι συμβαίνει στις εξετάσεις στο σχολείο» είπε ο εκπαιδευτικός της παρέας. Τα παιδιά μαθαίνουν να απαντούν σε συγκεκριμένες ερωτήσεις χωρίς πράγματι να κατανοούν το ερώτημα ή την απάντηση που δίνουν. Αρχισα να συνειδητοποιώ το πρόβλημα όταν κάποτε εξεταζόταν η φιλοσοφία στις πανελλήνιες εξετάσεις και ήμουν για δύο χρόνια μία από αυτούς που έβαζαν θέματα. Την πρώτη φορά πήγα αποφασισμένη να μη βάλουμε θέματα παπαγαλίας αλλά προσγειώθηκα απότομα όταν μου είπαν «και ποιος θα διορθώσει τα γραπτά;». Επρεπε να υπάρχει η αντικειμενική μεζούρα των συγκεκριμένων σελίδων της ύλης. Μετά επιλέξαμε ένα θέμα αυξημένης δυσκολίας που απαιτούσε την κατανόηση ενός φιλοσοφικού αποσπάσματος. «Είναι αρκετά δύσκολο» είπα. «Εγώ χρειάζομαι μισή ώρα να το σκεφτώ πριν το απαντήσω». «Α, μην ανησυχείτε» μου απάντησε μια εκπαιδευτικός. «Θα δουν τα παιδιά ότι είναι του τάδε φιλοσόφου και θα απαντήσουν ό,τι λέει το βιβλίο». Δεν είχε σημασία τι ακριβώς έλεγε το απόσπασμα, δεν είχε σημασία τι ρωτούσαμε εμείς, σημασία είχε να αναπαραγάγουν οι μαθητές ένα συγκεκριμένο χωρίο από το βιβλίο για να μπορέσει να διορθωθεί «αντικειμενικά». Δεν είναι να απορεί κανείς με τις επιδόσεις μας στην κατανόηση κειμένου στον διαγωνισμό PISA!

Τι επιτυγχάνουμε έτσι; Εχουμε βρει έναν τρόπο για να κόβουμε αυτούς που δεν χωράνε στο πανεπιστήμιο, ο αριθμός των οποίων αποφασίζεται με βάση το εκάστοτε κυβερνητικό συμφέρον. Η δυσκολία ή η ευκολία των θεμάτων είναι εντελώς αδιάφορη, καθώς ο αριθμός των εισαγομένων είναι κλειστός και συζητείται μόνο για να βγάζουν ανακοινώσεις οι σύλλογοι διδασκόντων. Οι εξετάσεις που έχουμε δεν επιλέγουν κατ' ανάγκην τους πιο άξιους, επιλέγουν αυτούς που έχουν μάθει να χειρίζονται επιδέξια τον συγκεκριμένο διαγωνισμό κυρίως με τη βοήθεια των φροντιστηρίων που έχουν καταστήσει τις τελευταίες τάξεις του λυκείου πρακτικά περιττές. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ενδιαφέρεται για τη μόρφωση των παιδιών αλλά για τη διεκπεραίωση μιας διαδικασίας με συνεχείς εξετάσεις που καταλήγουν στην απονομή διπλωμάτων και πτυχίων. Οσο τα πτυχία χρησιμοποιούνταν ως εισιτήριο για το Δημόσιο, είχαν κάποια αξία έστω και ως απλό χαρτί χωρίς απαραίτητα αντίκρισμα. Τι γίνεται όμως τώρα;

Κλειδί για να γίνουν τα σχολεία μας χώροι μόρφωσης είναι δύο σχετιζόμενες αλλαγές που φαίνονται μεν μικρές αλλά είναι, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμες: (1) να μην ταυτίζεται η διδακτέα με την εξεταστέα ύλη (αντίθετα με την υπόσχεση του υπουργείου να επεκτείνει από του χρόνου την ταύτιση σε όλες τις τάξεις του λυκείου) και (2) να μην ορίζει το υπουργείο με ακρίβεια σελίδων από ένα διδακτικό εγχειρίδιο το αναλυτικό πρόγραμμα και την εξεταστέα ύλη. Το υπουργείο θα πρέπει να δίνει απλώς τις κατευθυντήριες γραμμές και στη συνέχεια οι εκπαιδευτικοί να προσδιορίζουν τι ακριβώς και πώς θα διδάσκεται στο σχολείο τους. Με αυτόν τον τρόπο θα διαμορφώνεται η ειδική φυσιογνωμία κάθε σχολείου και δεν θα καταδυναστεύεται η εκπαιδευτική διαδικασία από το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο που ακυρώνει τον ρόλο και την ευθύνη των καθηγητών. Θα μπορούν να χρησιμοποιούνται διαφορετικά, περισσότερα και καλύτερα βιβλία από τα σημερινά. Οι σχολικές μονάδες και οι καθηγητές θα αξιολογούνται για το έργο τους με κριτήρια που θα περιλαμβάνουν και το πώς αποδίδουν οι μαθητές τους στα πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα χωρίς κλειστή ύλη. Ετσι θα στραφεί η διδασκαλία όχι στην αποστήθιση αλλά στην ουσία, έτσι θα δίνεται προσοχή στις ειδικές ανάγκες και στις ικανότητες των μαθητών και μαθητριών και δεν θα ισοπεδώνονται όλα στον Προκρούστη του εξαντλητικά ορισμένου (και αναχρονιστικού) αναλυτικού προγράμματος. Υπάρχουν πολλά που μπορεί και πρέπει να γίνουν στην εκπαίδευση αλλά οι δύο αυτές κινήσεις είναι βασικές.

[ Η κυρία Βάσω Κιντή είναι επίκουρη καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών . ]

2 + 2

Saturday, March 4, 2023

Φίλοι άσπονδοι

Αγαπητό Ημερολόγιο,

πριν ξεκινήσω κι εγώ ν' αραδιάζω τα δικά μου περί Φροντιστηρίων, με τη γνώριμη συναισθηματική φόρτιση, θα ήταν καλό ν' αφουγκραστούμε πρώτα κι ετούτον τον ευγενή συνάδελφο, ο οποίος παραθέτει σεμνά και δομημένα μια νηφάλια πλευρά της πραγματικότητας. Αξίζει τον κόπο, καθώς συχνά εμείς οι ρομαντικοί κάνουμε περισσότερο θόρυβο απ' όσο αξίζει μια περίσταση, κρίνοντας μάλλον με βάση τις ορμόνες μας, παρά με βάση τα δεδομένα που έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε.

Βέβαια, να πω και τούτο, πως ένας μεγάλος όγκος της παιδαγωγικής και διδακτικής παραγωγής -αυτής τουλάχιστον που έχει υποπέσει στην αντίληψή μου- άλλο δεν κάνει παρά να επισημαίνει το προφανές και το ευνόητο. Διαφέρει κυρίως στο πώς: το κάνει (και οφείλει, φυσικά, να το κάνει) με λόγο διαυγή, νηφάλιο κι επιστημονικό, συνεπικουρούμενο από τις απαραίτητες παραπομπές και ένα κάποιο ερευνητικό υπόβαθρο. Με λόγο, δηλαδή, περισσότερο συνεπή κι οργανωμένο απ' την υποκειμενική εμπειρία του καθενός (και φυσικά τις προκαταλήψεις). Προσωπικά, μετά από κάποια σελίδα βαριέμαι θανάσιμα. Δε χρειάζεται, να πούμε, να διαβάσει κανείς Vytgotsky για να συνειδητοποιήσει πως υπάρχει κάποια «ζώνη επικείμενης ανάπτυξης», απλά μαθαίνει πως έχουν δοθεί κι επίσημα ονόματα σε όσα ρητά ή υπόρρητα αντιμετωπίζει μέσα σε μια αίθουσα γεμάτη ζωντανά πλάσματα. Κι ακόμη-ακόμη, προσωπικά λίγο μ' ενδιαφέρει (σχήμα λόγου) αν ο μέσος έφηβος αποκτά μια άλφα ικανότητα στα 14 ή στα 17, καθώς ο παιδαγωγός in vivo αντίς για vitro δε λειτουργεί στην τάξη του με μέσους όρους -τούτα είναι για τους ερευνητές- αλλά με συγκεκριμένα άτομα, με συγκεκριμένες ανάγκες, σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Γι' αυτό όλοι και όλες (σχήμα λόγου πάλι) καταλήγουμε στα ψυχοφάρμακα. Γιατί δεν εργαζόμαστε με μέσους όρους, να 'χουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Έτσι, λοιπόν, αν και διψούμε για κάτι καινούργιο και ρηξικέλευθο -δίχως να 'μαστε συχνά και ικανοί ή ώριμοι για τούτο- συνήθως αντηχούν στ' αυτιά μας οι ίδιες και οι ίδιες κουβέντες, αφήνοντας μόνο τη χαρά μιας κάποιας επίγευσης, η οποία οφείλεται λιγότερο στο περιεχόμενο του λόγου και περισσότερο στο ήθος ή το πάθος του φορέα του.

Έτσι και ο παρακάτω συνάδελφος Ανδρέας Κουλούρης, διαποτίζει τον ακροατή με τον ήρεμο λόγο του, εμπνέοντας ένα συναίσθημα ασφάλειας κι εμπιστοσύνης, κάνοντας και τα πιο δύσκολα να φαίνονται απλά, δίχως παρόλα αυτά ν' απαξιώνει τίποτα. Άνθρωποι με περισσότερο αγχώδεις ψυχισμούς (ή νόες) συχνά αποτυγχάνουν να πειθαρχήσουν σε αυτή την ηρεμία και ειδικά στο δυναμικό περιβάλλον μιας ζωντανής τάξης ή της τρέχουσας ύλης. Οφείλουν, ωστόσο, τα προηγούμενα (ψυχραιμία, υπομονή, εμπιστοσύνη) να είναι απαραίτητες αρετές κάθε υπεύθυνου δασκάλου. Οι αντίθετες φυσικές ροπές πολλών από εμάς προς το άγχος και την αταξία δημιουργούν επιπρόσθετα βάρη και αγωνίες, τόσο κατά την ενεργό διδασκαλία, όσο και στην «απόσταση» της κατ' οίκον προετοιμασίας και οργάνωσης, με συνέπεια να φαντάζουν βουνό προβλήματα δίχως πολύ μεγάλο ύψος και «τραγικά» αδιέξοδα μονοπάτια που είναι απλά στενωποί, παρά αδιέξοδα καθαυτά. Ή μήπως όχι;

Μου γράφει (πολύ σωστά) ο συνάδελφος Ανδρέας, στα σχόλια:

«Οι πανελλαδικές κατά τη γνώμη μου είναι ένας στόχος που απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια, χρειάζεται σταθερότητα και πρόγραμμα κάθε εβδομάδα, δεν χρειάζεται ο μαθητής να πιεστεί υπερβολικά αυτή την εβδομάδα γιατί την επόμενη θα είναι κουρασμένος, χρειάζεται έναν σταθερό ρυθμό, τον δικό του ρυθμό μελέτης και μάθησης, χωρίς εξάρσεις. Αφού εργαστεί σταθερά όλο τον χρόνο στο τέλος στις εξετάσεις με ψυχραιμία θα γράψει όσα ξέρει και θα έχει κάνει έτσι το καλύτερο δυνατό για τον ίδιο. Αν βασανίζεται με το άγχος όλο τον χρόνο δεν θα μπορέσει να αποδώσει τόσο, όσο αν η προσπάθειά του είναι σταθερή.»

Κι ωστόσο, όταν δεν ξυπνά κανείς απ' το πλευρό τη Δημόσιας Εκπαίδευσης, αλλά από το «αντίπαλο», η πραγματικότητα αναπλάθεται κατά τι παραμορφωτικά. Γιατί υπάρχουν διάφοροι λόγοι -κατά τη γνώμη μου- ενδογενείς της φύσης του Φροντιστηρίου που συνάδουν μόνο κατά τα φαινόμενα (δηλαδή στα λόγια) με τα παραπάνω. Όταν κατ' ουσία και στην πράξη, ένα σωρό Φροντιστήρια λειτουργούν σε ανησυχητικό βαθμό καταστροφικά κι αντίθετα προς τις αρχικές τους διατάξεις: μαζικά, πιεστικά, μηχανιστικά, ενοχοποιητικά. Εδώ ο πήχης δεν τίθεται σε συμφωνία με τις δυνατότητες κάθε μαθήτριας ή μαθητή, αλλά σε συμφωνία με τις δυνατότητες και τις παροχές του κάθε ανταγωνιστή, ο οποίος «χτυπάει» την αγορά στις παρακείμενες γειτονιές ή τους προσκείμενους Δήμους. Δεν έχει, για παράδειγμα, καμία σημασία αν είναι αποτελεσματικό να γράφει κανείς δύο διαγωνίσματα την εβδομάδα στο ίδιο μάθημα ή κάθε εβδομάδα ή τη Μεγάλη Εβδομάδα, δεν στηρίζεται σε καμία παιδαγωγική πρόταση, σε κανένα ερευνητικό δεδομένο, ούτε καν σε κάποιο εμπειρικό. Τουναντίον, πλουσιοτάτη εστί η βιβλιογραφία ήτις προτρέπει προς το ακριβώς αντίθετο, αποτρέποντας τον παιδαγωγό απ' το να τσαλαβουτάει με τις βρωμοποδάρες του στους μαθητικούς εγκεφάλους και τους ψυχισμούς. Παρόλα αυτά, εκείνο που έχει σημασία για τη σύγχρονη και «πετυχημένη» βιομηχανία είναι να γράφει κανείς τόσα ή περισσότερα διαγωνίσματα απ' όσα προκηρύσσει ο ανταγωνισμός, η αγορά, η διαφήμιση. Φέξε μου και γλίστρησα, δηλαδή. Βέβαια -να το πούμε κι αυτό- μισή ντροπή δική τους κι άλλη μισή πολλών γονέων. Θα τα πούμε και για τούτους, άλλη στιγμή.

Δεν έχει σημασία να συνεχίσω περαιτέρω ένα μονόλογο. Αγαπητό Ημερολόγιο, σ' αφήνω ν' απολαύσεις τον καλό ομιλητή και συνάδελφο κι εμείς τα ξαναλέμε το συντομότερο δυνατό, με όσα σου έχω υποσχεθεί. Πάμε λοιπόν...

Τα Φροντιστήρια και τα Ιδιαίτερα Μαθήματα
ως Παράγοντας Σχεδιασμού της Διδασκαλίας στο Σχολείο


Nel Mezzo del Cammin di Nostra Vita (1)

Αγαπητό Ημερολόγιο,

Ο Κοσμοναύτης περνάει κρίση. Έτσι απλά. Χωρίς θαυμαστικά, δίχως εμφατικές περικοκλάδες ή φλυαρίες. Όμως, κρατά πολλά μέσα του. Δε γίνεται άλλο. Καιρός πια να ειπωθούν. Είπαμε για κρίση. Σε κάποιο βαθμό, πρόκειται για κρίση ηλικίας, δηλαδή, να πούμε κρίση ύπαρξης, κρίση σκοπών μα και καταγωγής. Φέτος σαράντα-εννιά. Ένα σεβαστό μέρος ζωής καταναλώθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πού στέκεται σήμερα ο Κοσμοναύτης, λοιπόν; τι περιμένει τον όποιον καιρό του απομένει –ακόμη λίγα χρόνια ή πάλι ίσαμε το αποψινό βράδυ;

Είναι επώδυνος ο όγκος των συναισθημάτων και των σκέψεων που στριμώχνονται να βρουν έκφραση, αλλά θα επιμείνουμε σ’ εκείνα μονάχα που στροβιλίζονται με κέντρο την παιδεία, τη διδασκαλία, τη διδακτική, πείτε το όπως προτιμάτε. Όπως κάποιοι ή κάποιες θα έχετε προσέξει, ο ιστότοπος έχει πάψει να ανανεώνεται και να υποστηρίζεται εδώ και χρόνια. Να το πούμε συγκεκριμένα: από τότε που ένα ισχαιμικό επεισόδιο χάραξε ένα καινούργιο πριν κι ένα μετά στην πορεία της ζωής μου. Σημασίες επανασημασιολογήθηκαν, αξιώματα απαξιώθηκαν και πάγια ξεπαγώσανε. Η υπομονή εξαντλήθηκε, μαζί μ’ εκείνο το ποσοστό νευρώνων που σάπισαν. Ζήτω η υπομονή.

Όπως και όσο βιοπορίστηκα ίσαμε σήμερα, γίνηκε απ’ τη σκοπιά του φροντιστηριακού εκπαιδευτικού και απ’ αυτό το μετερίζι διαμορφώθηκαν το βλέμμα και οι πνεύμονές μου. Συνεπώς, από την αφετήρια ετούτη θ’ αρχινήσω τους λόγους μου.

Από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, από τότε δηλαδή που θυμάμαι τον μετα-παιδικό εαυτό μου, και κατόπιν πατρικής συνταγής (τούτο δίχως την παραμικρή ειρωνία) το φροντιστήριο εντάχθηκε στην καθημερινότητά μου, αν όχι απαραίτητα ως κάτι αναγκαίο, τουλάχιστον ως κάτι «καλό να». «Να μη δημιουργούνται κενά» ήταν η συμβουλή πατρικού φίλου και δασκάλου. Κι έτσι, όταν πια δέκα χρόνους μετά τον αποχαιρετισμό των σχολικών θρανίων, αποφάσισα στο εξής να προσδιορίζω τον εαυτό μου ως καθηγητή Μαθηματικών της Δευτεροβάθμιας, η φροντιστηριακή πραγματικότητα ήταν ενταγμένη στη κοσμοθεώρησή μου με τον πιο φυσιολογικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Η «σιγουριά» του Δημοσίου ήταν για μένα κενό γράμμα και χαλασμένη πυξίδα. Ειδικά όταν έπρεπε να συνδυαστεί με τμήματα 20 και 25 παιδιών, μεγέθη για τα οποία ούτε ήμουν, ούτε είμαι –ως ιδιοσυγκρασία- έτοιμος να αντιμετωπίσω και να διαχειριστώ. Στην πραγματικότητα, πιστεύω πως μόνον ελάχιστοι ή ελάχιστες είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Αλλά κι όσον αφορά τους διδακτικούς-παιδαγωγικούς σκοπούς και ήθος, δεν έβλεπα για ποιο λόγο δε θα μπορούσε κανείς να υπηρετήσει το ίδιο ακριβώς λειτούργημα, μέσα στις αίθουσες και μπρος στους πίνακες του ιδιωτικού τομέα.

Τι άλλαξε, όμως, από τότε; Άλλαξε ο κόσμος γύρω μας, αλλάξαμε κι εμείς μαζί του. Μεσολάβησε η τεράστια οικονομική και κοινωνική ανατροπή, στην οποία αναφερόμαστε συμπυκνωμένα ως «Κρίση», μεσολάβησε ένα εγκεφαλικό, μεσολάβησαν οι ενδοσκοπήσεις κι οι επαναπροσδιορισμοί των πρόσφατων lockdown, μεσολάβησαν 19 ολόκληρα χρόνια διδασκαλίας και, γιατί όχι, μεσολάβησε κι η παντελής παιδαγωγική τελμάτωση, πράγμα να πούμε ισοδύναμο με την οπισθοδρόμηση, όταν ο κόσμος κι οι πραγματικότητες σε ξεπερνούν με διασκελισμούς.

Βρίσκω στην περίπτωσή μου, μια κάποια ομοιότητα με τον ιερέα εκείνον που σηκώθηκε μια μέρα, συνειδητοποιώντας πως η πίστη του τον είχε εγκαταλείψει. Όχι από κάποιας μορφής απελπισία, μηδενισμό ή άλλη νοσηρότητα, αλλά γιατί συνειδητοποίησε μιαν άλλη πίστη, μια πίστη δυνατότερη από την προηγούμενη, που στην πραγματικότητα δεν ήταν καν πίστη, παρά αδήριτη βεβαιότητα για μια ζωή διαφορετική, μια ζωή μπροστά στην οποία ετούτη που ζούμε τώρα είναι ξεδιάντροπος θάνατος και μόνον. Τέτοιες ρήξεις προφανώς δεν εκρήγνυνται ως υπερκαινοφανείς από τη μια μέρα στην άλλη, παρά συσσωρεύονται το ένα κέλυφος πάνω στο προηγούμενο -όπως ακριβώς δηλαδή στους υπερκαινοφανείς. Κάποτε σκάνε, απλά και μόνο γιατί έφτασε η ώρα τους. Η αφορμή δεν έχει σημασία. Τις αφορμές, στο κάτω-κάτω, σα δεν έρχονται μονάχες τους, τη γεννά η ίδια η ανάγκη.

Συμβαίνει τώρα, αυτό το ετερόκλητο μωσαϊκό που αποκαλούμε Παιδεία -αν έχει δηλαδή απομείνει κάτι απ’ το νόημα της λέξης- να έχει υπερκορεσθεί με αδιέξοδα τέτοιας ολκής, ώστε με μια πρόχειρη προσέγγιση φαίνεται προτιμότερο να τινάξει κανείς τα πάντα στον αέρα και κατόπιν να τα χτίσει απ’ την αρχή. Σχήμα λόγου, θα μου πείτε και μην ξεθαρρεύουμε, καθώς είναι φόβος να κουτουλάμε την κεφάλα μας απ’ το ένα τετριμμένο αδιέξοδο στο άλλο: να φυτέψεις ένα νέο σχολείο, αγνό και παρθένο, μέσα σε μιαν κοινωνία που αποπνέει μούχλα και θάνατο, όπερ άτοπον.

Αλλά μην εστιάσουμε ακόμα σ’ ετούτα τα βαθιά και πνιγούμε στο πρώτο μας πλατσούρισμα. Ας σταθούμε μια στάλα, ας αναρωτηθούμε κάποτε τα προφανή. Περνάω στο προσωπικό ζητούμενο: ποιος είναι επιτέλους ο ρόλος, το ήθος κι οι σκοποί τους οποίους εξυπηρετεί στις μέρες μας ο ευρύτερος φροντιστηριακός χώρος, αυτός τον οποίο υπηρέτησα 19 ολόκληρα χρόνια ως καθηγητής και άλλα 6 νωρίτερα ως μαθητής, σύνολο 25; Δεν είναι και λίγα. Τι μπορεί να περιμένει κανείς, τι τολμά να απαιτήσει και τι να ονειρευτεί; Όχι σαν επιχειρηματίας, βέβαια, που μετρά κατά κεφαλές εισόδημα, αλλά σαν άνθρωπος που αγαπά και τιμά την ενασχόλησή του με το νου και τη σκέψη των νέων ανθρώπων και φυσικά τη δική του. Ήταν, λοιπόν, ανέκαθεν τα Φροντιστήρια χώροι τέτοιας βαθιάς νοσηρότητας ή μήπως τα ήσσονα σπυριά της εφηβείας κακοφόρμησαν κάποτε σε γάγγραινα, μαζί με τα υπόλοιπα δεινά των καιρών; Είναι χρεία να σταθούμε και ν’ αναρωτηθούμε, μήπως πολύ περισσότερο κι απ’ το ίδιο το δημόσιο σχολείο, το Φροντιστήριο στέκεται πλέον ο πιο ύπουλος απ’ τους εχθρούς μας, διαπράτωντας επανειλημμένα εκείνο ακριβώς το οποίο ισχυρίζεται πως θεραπεύει. Να προβληματιστούμε πρέπει για το ενδεχόμενο να διαιωνίζει αντί ν’ αμβλύνει τις αντιθέσεις και την άγνοια, να τρικλοποδίζει αντί να συβαστάζει εκείνον που το ‘χει αληθινά ανάγκη, να διογκώνει τα χάσματα και την αδυναμία, αντί να επιρρώνει και να χτίζει γέφυρες.

Να είμαι ξεκάθαρος, δε μιλώ στο παραμικρό για το ήθος των ανθρώπων που το στελεχώνουν –μισθωτούς ή εργοδότες- κι οι οποίοι (όχι όλοι αλλά μην εκτροχιαστούμε σε κουραστικά τετριμμένα) αφήνουν καθημερινά κάτι απ’ την ψυχή τους, εξανθρωπίζοντας όλες αυτές τις κακοφωτισμένες κι απρόσωπες αίθουσες κι οι οποιοι συχνά γνωρίζουν τα παιδιά και τις ανάγκες τους καλύτερα απ’ τους ίδιους τους γονείς τους. Μιλώ για το ήθος του θεσμού καθαυτού και για τις εκπτώσεις στις οποίες εκβιάζεται από την ίδια την επιχειρηματική του φύση, μέσα σ’ ένα οικονομικίστικο περιβάλλον που δεν ξέρει να συγχωρά και μια στενόχωρη κοινότητα που αρέσκεται να αναμασά τα δεσμά και τις σάρκες της. Ή μήπως όχι; Ή μήπως αυτή είναι απλά η σκέψη των οκνηρών και των φοβισμένων να φανταστούν, να σχεδιάσουν, ν' αποτολμήσουν την επόμενη μέρα;

Μέσα σ’ αυτό το αλαλούμ νοημάτων, λοιπόν, σ’ ετούτη την σύγχρονη Βαβυλωνία, στρέφει κάποτε κανείς το βλέμμα του απ’ τον πίνακα και αντικρύζει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από ένα νεκροταφείο βλεμμάτων και ψυχών. Μια ματαιότητα τόσο απάνθρωπη, ώστε μόνον κοροϊδεύοντας εαυτόν μπορεί να ανανεώνει πλέον τις δυνάμεις του, την κάθε μέρα που περνάει, ταΐζοντας ξανά και ξανά αυτόν το βωμό του παραλόγου με ανυπολόγιστες ανθρωποώρες πεταμένης ζωής. Αυτά τα υποκειμενικά, λοιπόν, σκεπτόμενος κι αδυνατώντας πια να βρίσκω σταθερό έδαφος για να πατώ, έλαβα την απόφαση, αφού δε μπορώ προς το παρόν ν’ αποτελώ μέρος μιας κάποιας λύσης, τουλάχιστον να μη συνεχίσω ν’ αποτελώ συνένοχο και μέρος του προβλήματος. Γιατί είχα πάντα και τούτο το πεισματικό αγκάθι: να ‘ναι ο βίος μου συνεπής με τη σκέψη μου, όσο δηλαδή το επιτρέπουν οι περιστάσεις και η αξιοπρέπειά μου.

Κι έτσι, ο Κοσμοναύτης από φέτος βάζει πια τέρμα σε τούτην τη διαδρομή των 19 συναπτών ετών κι όπου, αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, δεν έχει σκοπό να επιστρέψει ποτέ ξανά, παρά μόνον ίσως με μία προϋπόθεση: να μπορεί να υποβάλλει δικούς του όρους. Το ποιοι ακριβώς θα ‘ναι αυτοί οι τελευταίοι συνιστά αφορμή μιας άλλης συζήτησης, η οποία θ’ ακολουθήσει εδώ με την πρώτη ευκαιρία. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το τέρας, ποια είναι αυτή η σχιζοφρένεια, τα οποία αρνούμαι πλέον να υπηρετήσω; Θα το αναπτύξουμε και τούτο, στη συνέχεια, σε όσες συναφείς αναρτήσεις ακολουθήσουν. Μέχρι τότε, καλέ αναγνώστη και καλό μου Ημερολόγιο, εύχομαι καλή συνέχεια κι όνειρα επαναστατικά, που λεν και κάτι γραφικά τυπάκια που βασανίζονται από τη χρόνια δυσπεψία του ρομαντικού. Γιατί είναι αλήθεια, πως υπάρχουν πάντα κι άλλες ζωές -ένα σωρό- συχνά καλύτερες από κείνη τη φθαρμένη που 'χουμε συνηθίσει. Αρκεί να τις επιθυμήσουμε.

If you're not prepared to be wrong ...

... you'll never come up with anything original !!

Τ' ακούς Ημερολόγιο; Τάδε έφη, αυτός ο εκπληκτικός άνθρωπος που μας άφησε πριν 3 χρόνια να τα βγάλουμε πέρα μοναχοί μας. Αυτές οι μετακομίσεις (ακόμα κι αν είναι εικονικές) σου δίνουν πάντα την ευκαιρία να ξεθάψεις μέρη του εαυτού σου που είχες σχεδόν ξεχάσει πως υπάρχουν. Ανακαλύπτεις εικόνες και συναισθήματα που τα θεωρούσες χαμένα για πάντα -ή ακόμα χειρότερα, που νόμιζες πως τα θυμάσαι, μα στην πραγματικότητα κουβαλούσες μόνον ένα κακέκτυπο μνήμης, ένα σκιάχτρο, ίσως ένα άλλοθι.

Κάθομαι, λοιπόν, και χαζεύω αυτόν τον χαρισματικό ομιλητή, ο οποίος αποδεικνύει ότι η ευφράδεια κι η σπιρτάδα δεν είναι αρετές που χρειάζεται να εγκλωβίζονται στη μονοδιάσταση (και συνήθη ρηχότητα) της stand up κόμεντης. Δυστυχώς, είναι μετρημένοι οι άνθρωποι με τούτο το ξεχωριστό τάλαντο ή, πάλι, μπορεί να αναλώνονται σε χώρους άσχετους, παράταιρους, ακόμα και αντίθετους προς την κοινωνία. Κάθομαι και τον χαζεύω και για κάποιο λόγο μου ήρθε στο μυαλό η Αθανασία, ετούτο το διαρκώς θυμωμένο πλάσμα, με το οποίο παλεύω δυο φορές την εβδομάδα να το κάνω να χωνέψει πώς χωρίζουμε γνωστούς από αγνώστους. Στην Γ΄ Γυμνασίου. Και θυμήθηκα για ποιους λόγους έχω σιχαθεί τη δημόσια εκπαίδευση, τουλάχιστον την υφιστάμενη, με την απάνθρωπη ισοπέδωση, την εγκληματική στειρότητα, την νεκρώσιμη τυπολατρεία. Και λέω μα (και) γι' αυτό τα παράτησα όλα, τι εξακολουθώ και κάνω εδώ χάμου; Γιατί εξακολουθώ να στριμώχνω τούτη την παιδική ψυχή σε ένα σωρό μικρούς εκβιασμούς; Δεν είναι αυτό το όραμα, δεν είναι αυτός ο οδηγός που έχω θέσει στη ζωή μου. Φτάσαμε, λοιπόν, εδώ που φτάσαμε. Τώρα τι κάνουμε, μου λες Ημερολόγιο; Τι κάνουμε τώρα, που με τόσο κόπο κερδίσαμε αυτή τη μικρή ελευθερία κι ίσως για λίγο; Εγκαταλείπουμε ή παλεύουμε συνεχίζοντας, αναζητώντας άλλες διαστάσεις διδακτικής φαντασίας ή τρέλας;

Ken Robinson λοιπόν ημερολόγιο, να μας θυμίζει για ποιο λόγο αγαπάμε αυτό το ιδιαίτερο βρετανικό ήθος (και την προφορά), το οποίο ανεξηγήτως πώς δεν κατάφερε τελικά να διατηρηθεί στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Όχι σ' αυτή τη μορφή, τουλάχιστον.

Friday, March 3, 2023

Αναδίπλωση Νο 2

Αγαπητό Ημερολόγιο,

όταν ο γραφιάς δεν έχει τίποτα να γράψει, περνά την ώρα του νοικοκυρεύοντας τα αναρίθμητα σημειωματάκια των περιθωρίων ή ξεσκονίζοντας τα ράφια του βιβλίο το βιβλίο. Μπορεί τούτο να μη μοιάζει διόλου σε δημιουργία, είναι ωστόσο (μάλλον, ορθότερα, είναι κάπου-κάπου αλλά όχι πάντα) ένας προθάλαμος δημιουργίας, μια ηλεκτρισμένη ανάσα λίγο πριν, ένα ανασκούμπωμα να πούμε κατά της μαγειρίας, όπου με το τελευταίο νοείται εδώ το αστείρευτο τραπέζι της ανθρώπινης νόησης. Όρεξη να 'χει κανείς να μασουλάει Δέσποτα. Με αυτά, κατά νου, και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πρόσφατων επαναπροσδιορισμών (Ημερολόγιο, θα σου μιλήσω γι' αυτά σε ξεχωριστή ανάρτηση, σύντομα) έλαβα την απόφαση να καταργήσω το αδελφό ιστολόγιο «Μια στο Παιδί και μια στο Πέταλο», απορροφώντας το σιγά-σιγά εδώ. Αμαρτία να κάθομαι να τα λέω 'κει χάμου μοναχός μου, καλό Ημερολόγιο, όταν μπορώ να τα μοιράζομαι όλα εδώ με το γλυκό μου φίλο. Γιατί δεν ήταν ποτέ ξέχωρη η παιδαγωγική πλευρά της ενασχόλησης, όλων εμάς που καθηγητέψαμε και μαθητέψαμε για τόσα χρόνια, από τη διδακτική. Ετούτη η διαίρεση, που είχα επιχειρήσει, ήταν σε κάποιο βαθμό τεχνητή κι εκβιασμένη, παρά ειλικρινής κι αυθόρμητη. Γέννημα θρέμμα κι αυτή μιας πληθωριστικής περιόδου, η οποία παρήγαγε βέβαια ένα σωρό παιδιά, τα περισσότερα από τα οποία ωστόσο -όπως κάθε πολύτεκνος που σέβεται τον εαυτό του- ελάχιστα κι ελάχιστα θήλασαν από γονεϊκή αγάπη. Ώστε, λοιπόν, θ' αρχίσω σταδιακά να μεταφέρω όλες τις αναρτήσεις που είχαν κάποια σημασία, εδώ, μία προς μία, ώσπου ν' αδειάσει παντελώς εκείνο το οικόπαιδο. Κι έπειτα θα κάνω μια με το ποντίκι μου και θα το ξενοικιάσω δια παντός, όπως κάθε ονειροπαρμένος αστούλης που νομίζει πως τώρα να, θα κλείσει επιτέλους τα χοντρά λογιστικά βιβλία και θα βγάλει εισητήρια για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ. Τεσπά. Σ' αποχαιρετώ εδώ μ' εκείνο το συμπαθητικό (μα λίγο βαρετό στην εποχή ή την ηλικία μας, που 'ναι τα πάντα χιλιοειπωμένα) απόσπασμα του Κροπότκιν, το οποίο να πω την αλήθεια δε θυμάμαι από πού το μάζεψα -αν δηλαδή το αντέγραψα ο ίδιος από κάποιο βιβλίο μου ή το ξεπατίκωσα από κάποια γωνιά του διαδικτύου (κάτι που το καθιστά και λίγο αναξιόπιστο). Θα το κοιτάξω αργότερα. Προς το παρόν, Ημερολόγιο σε χαιρετώ. Τα ξαναλέμε σύντομα...

* * *

Προς τους Δασκάλους

Τι να πω, επίσης, στο δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνο που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνους που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.

Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγούνταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:

« Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμεις ».

Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα το Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.

Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.

Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί τη μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει τη μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.

Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.

Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο.


Peter Kropotkin

Sunday, January 30, 2022

Ημέρες (και νύχτες) '91

Αγαπητό Ημερολόγιο,

θα σε γυρίσω σήμερα πίσω, στις ένδοξες εκείνες ημέρες καταλήψεων του σωτηρίου '91. Θυμάσαι Ημερολόγιο; Μπουμπούκια της Βήτα (Λυκείου). Επιφυλάσσομαι, βέβαια, ως προς το «μπουμπούκια». Μερικοί, βλέπεις, γεννιόμαστε γερασμένοι τόσο όσο - όσο χρειάζεται δηλαδή ώστε μήτε ζωντανούς να μας πει κανείς ή νέους, μήτε και πεθαμένους ή γέροντες. Τέλος πάντων, καλέ μου φίλε, από εκείνη την εποχή έχουν περάσει -πλάκα στην πλάκα- φέτος 30 γεμάτοι χρόνοι! Πριν λίγες μέρες, 8 Ιανουαρίου, διαδικτυακός φίλος τίμησε την μνήμη του Νίκου Τεμπονέρα, θυμίζοντάς μου περισσότερο πως ήταν Μαθηματικός, παρά δολοφονημένος. Θα σου μιλήσω ειλικρινά τώρα, Ημερολόγιο, όπως το συνηθίζω πάντα να σου μιλώ. Ο δικός μου Νίκος Τεμπονέρας δεν ήταν και δεν είναι παρά ένας άγνωστος δολοφονημένος, μεταξύ των αναρίθμητων δολοφονημένων του κόσμου, με κέντρο βάρους το «άγνωστος». Από εκείνες τις ημέρες δεν κρατώ στη μνημο-σοφίτα μου το παραμικρό ίχνος θύμησης, που να 'χει να κάνει με τον άνθρωπο αυτόν. Κρίμα και άδικο, μα έτσι έχει. Θα μου πεις, όλοι αυτοί που τον θυμούνται, όπως θυμούνται τη λίστα με τα ψώνια, τον τιμούνε αληθινά ή μπας κι αγχώνονται μη μείνουν πίσω σε τούτο τ' αγώνισμα της ορθοπολιτικοφροσύνης;

Όσον αφορά πάντως τον εαυτό μου, το πιθανότερο -όπως με ξέρω και με ξέρεις- είναι πως μάλλον, εκείνη την εποχή, δεν πήρα ακριβές χαμπάρι για το ποιόν και το ποσόν των γεγονότων. Ετούτη η παραδοχή, επιπλέον, εξηγεί άριστα -μόλις τώρα το θυμήθηκα- την κατοπινή και για χρόνια σύγχυση όσον αφορά ποιανού τ' όνομα ήταν ποιανού και ποιο του θύματος και ποιο του δολοφόνου. Έτσι, πολύ πιθανό, τυχών θυμός ή κάποια θλίψη να σκόνταφταν πάνω στην άγνοια: μαγκωνόμουν, να πούμε, σαν άκουγα «Τεμπονέρας» ή «Καλαμπόκας». Έλεγα: ποιος είναι τώρα τούτος απ' τους δυο; τι πρέπει να νιώσω; Με τέτοια τραγελαφικά αισθήματα μπουρδουκλωνόμουνα, λοιπόν, στην εφηβεία και μετεφηβεία και προκοπή δεν είδα.

Μα και κάτι περισσότερο, πιο σοβαρό να πούμε: ήμουν πάντοτε πολιτικά αμβλύνους. Τούτο σημαίνει πως, παρά την ολοφάνερη απόγνωσή μου για τ' άλλα θύματα του κόσμου, τους πολιτικούς αγωνιστές ουδέποτε τους κατανόησα δεόντως κι ίσως, για το λόγο τούτο, ουδέποτε συγκινήθηκα με τις μοίρες τους όπως θα όριζε, αν όχι ένα κάποιο ήθος, τουλάχιστον ένα κάποιο μέτρο. Θλιβόμουν βέβαια, μα περισσότερο μ' όσους πενθούσαν για λογαριασμό τους, αλλά για καθαυτούς τους ίδιους στεκόμουν σκέτο κούτσουρο. Παράδοξα πράγματα, Ημερολόγιο! Μπορεί βέβαια και τούτο να συμβαίνει (ακολουθεί εκλογίκευση-παύλα-εξωραϊσμός) να, δηλαδή, πως δεν έβλεπα απαραίτητα στο πρόσωπό τους ανθρώπους αδύναμους, δεν έβλεπα άμαχους ή «αθώους», ρημάδια της ζωής ή, πάλι, σκιές στο περιθώριο της κοινωνίας. Παρά έβλεπα ανθρώπους δυνατούς, ρωμαλέους, περήφανους. Ανθρώπους με δυνατή φωνή και γροθιά υψωμένη. Όχι πως δεν άξιζε, λοιπόν, να θλιβεί κανείς, να επενδύσει απ' το ψυχικό του περίσσεμα για τούτους τους ανθρώπους. Απλά, μου ήταν ξένη αυτή η γλώσσα, αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης, που δεν είναι δηλαδή απόγνωση, παρά σεμνός αναστεναγμός ή οργή για έναν λεύτερο άνθρωπο που αδικοχάθηκε. Νιώθω κι αυτό, να πούμε, πως δεν υπάρχει λόγος να θρηνήσεις έναν λεύτερο. Δεν αρμόζει να νιώσεις θλίψη για μια τέτοια θέωση (οσοδήποτε μικρή αλλά πάντοτε θέωση). Δέος μπορεί να νιώσεις, θαυμασμό, αναγνώριση. Μα θλίψη; Να πούμε την αλήθεια περισσότερη οργή και λύσσα ένιωσα με τη μετέπειτα «δικαίωση» του αυνάνα δολοφόνου, παρά θλίψη για το θάνατο του Τεμπονέρα, σαν έμαθα δηλαδή πως όχι μόνο ξεχρέωσε μ' εφτά μονάχα χρόνους ένα νοικοκυρεμένο φόνο και βγήκε ο άνθρωπος να πάρει μιαν ανάσα, μ' ακόμα χειρότερα χώθηκε σα βρωμερή πορδή και προϊστάμενος σε τράπεζα του Βόλου -όλα ετούτα δίχως να υπάρχει οποιαδήποτε κατάθεση μεταμέλειας, τουλάχιστον απ' όσο γνωρίζω, δημόσια.

Δε μπορείς να πεις, Ημερολόγιο, τη μπάλωσα όπως-όπως την υστέρησή μου. Να σου πω, όμως, τι θυμάμαι από τις ημέρες εκείνες περισσότερο; Δυο πράγματα -αν εξαιρέσεις τις εκατοντάδες εφηβικές μνήμες που χάσκουν αποσπασματικές: την καθυστερημένη μου απόφαση να συμμετάσχω στην κατάληψη και τις νυχτερινές ονειροπολήσεις «χωρίς ανάσα» κάτω απ' τα σκεπάσματα, συντροφιά μ' έναν μαγευτικό τότε Κώστα Μυλωνά. Κι επειδή ανησυχώ ήδη για το πώς ακούστηκε τούτο το τελευταίο, να διευκρινήσω: εννοώ τη ραδιοφωνική συντροφιά του :). Ένεκα των καταλήψεων, λοιπόν, δεν είχε και μεγάλη σημασία αν θα κοιμόσουν στις 11 το βράδυ ή στις 11 το πρωί κι ετούτο μου έδινε την ευκαιρία να ξενυχτώ με την χορταστική φωνή, την υπέροχη ροκ μουσική και το συναισθηματικό οπλοστάσιο ενός ανθρώπου που καμία σχέση δεν είχε τότε, μ' εκείνη τη σαβούρα που αντίκρυσα αργότερα, λίγα χρονια μετά, στην τηλεοπτική απόπειρα των «Παιδιών της Νύχτας». Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, μα θα του χρωστώ για πάντα εκείνες τις ανεπανάληπτες νυχτερινές στιγμές, κι ακόμη-ακόμη τη γνωριμία μου μ' εκείνη την άλλη ιδιαίτερη ψυχή, το θείο Μπουσκάλια, έναν ξεχωριστό άνθρωπο, κομμένο και ραμμένο στα συναισθηματικά μέτρα-άμετρα της εφηβικής τρικυμίας -τουλάχιστον της δικής μου κοπής.

Όσον αφορά τώρα το πρώτο ζήτημα, την καθυστερημένη μου δηλαδή κατάφαση στις καταλήψεις, θυμάσαι Ημερολόγιο πόσο καιρό με προβλημάτισε εκείνη μου η απόφαση; Ένα παιδί στην κοσμάρα του, κοινωνικά άβουλο, κάτω απ' την πίεση του (ευρύτερου) περιβάλλοντος, χρειάστηκε να αναδυθεί από βαθύ εαυτόν μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτά τα νέα χρέη ενός πολίτη. Κι ως εκ τούτου, αν η απόφαση να στηρίξω την κατάληψη ήταν σωστή ή όχι, δεν είχε να κάνει στο παραμικρό με τούτη την καταφανή αλήθεια: πως δηλαδή επρόκειτο για την πρώτη μου βαθιά πολιτική απόφαση, το πρώτο συνειδητό βήμα σ' έναν κόσμο του «εμείς». Τώρα κατά πόσο ήταν βήμα αληθινά συνειδητό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση, Ημερολόγιο. Σήμερα, με τη γνώση τόσης ζωής συσσωρευμένης πάνω σ' εκείνη τη ζωή τολμώ να υποθέσω πως βάρυνε περισσότερο η συναισθηματική επιρροή του περιβάλλοντος παρά κάποια ακραιφνής και διαυγής αντίληψη των καταστάσεων. Το αληθινά πολιτικό μου βήμα γίνηκε πολλά χρόνια αργότερα, είκοσι χρόνια χοντρικά, με την υπέροχη εκείνη πλατεία των «Αγανακτισμένων» το '11. Υπάρχει φυσικά κι αυτό το ενδεχόμενο, τόση ζωή συσσωρευμένη να πνίγει τελικά, να συσκοτίζει παρά να διαυγάζει τις πραγματικές αλληλουχίες λογισμών που έλαβαν χώρα τόσο πολύ καιρό στο παρελθόν, σε μια ψυχή τόσο μα τόσο μακρινή κι ας ήταν η δική μου, όταν δε θυμάμαι καλά-καλά τι έφαγα προχθές. Κι ίσως στην αγωνία μου να μείνω ακριβοδίκαιος καταλήξω τελικά να γίνω φθηνοδίκαιος.

Αλλά γιατί ξεκίνησα να γράφω, Ημερολόγιο; Ξεκίνησα να γράφω για το Νίκο Τεμπονέρα ως Μαθηματικό περισσότερο, παρά ως αγωνιστή. Ή μάλλον, ορθότερα, ξεκίνησα να γράψω για ένα μοναδικό στιγμιότυπο της ζωής του Νίκου Τεμπονέρα, αυτό που έμεινε αποτυπωμένο στη συλλογική μνήμη με την πλέον διαδεδομένη φωτογραφία, η οποία κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο.

Όπου, λοιπόν, καλό Ημερολόγιο, κάποιος-κάπου-κάποτε αναρωτήθηκε: τι στα κομμάτια έλυνε ο άνθρωπος τούτος, όπως φαίνεται και στον πίνακα πίσω του, λίγο πριν τη λήψη της φωτογραφίας; Είναι, βλέπεις, αυτές οι μικρές λεπτομέρειες τις οποίες, αν πάρεις πολύ στα σοβαρά, κινδυνεύεις να χάσεις ολόκληρο το δάσος πίσω από μια οδοντογλυφίδα κι αντί να τιμάς το πρόσωπο να τιμάς την τίμηση. Έτσι, λοιπόν, επειδή είναι εύλογο για το κύριο θέμα κάποτε να ξεθωριάσει απ' την πολυχρησία (μπορεί κιόλας να εκλαμβάνεται ως δεδομένο, εκ σημείου τινός κι έπειτα), άρχισαν να αναδύονται σημασιολογικά τα ήσσονα περιβάλλοντα, τα οποία ως τότε αποτελούσαν ένα γκρι χυλό δίχως ιδιαίτερη σημασία. Ας πάει και το παλιάμπελο, λοιπόν, κι αφού μας κάνει κι ο αναμάρτητος πρώτος τη χάρη, ας εξετάσουμε την άσκηση αυτή, η οποία τρεις δεκαετίες τώρα στεφανώνει πιστά κι ακούραστα τη θύμηση του αδικοχαμένου.

Για να είμαι ειλικρινής, βέβαια, την εξέταση τούτη δε θα την κάνω ο ίδιος, αφού έχουν προλάβει άλλοι ν' ασχοληθούν μαζί της πριν από μένα, οπότε ιδού, σου παρουσιάζω επιτέλους την Άσκηση «Τεμπονέρα». Το άρθρο δεν είναι τίποτε, κάνα σεντόνι, οπότε να υποθέσω πως καθώς συνεχίζεις την ανάγνωση, πρόλαβες να του ρίξεις μια ματιά. Κάθισα και σκέφτηκα, λοιπόν, πως όντας ο Τεμπονέρας καθηγητής μαθηματικών την εποχή εκείνη κι εγώ μαθητής της Β΄, το πιθανότερο θα 'ταν να λύνει ο άνθρωπος ασκήσεις από το ίδιο σχολικό βιβλίο, στο οποίο είχα μαθητεύσει κι εγώ και όλη μου η γενιά. Για το βιβλίο αυτό, να πούμε, έχουμε ξανασχοληθεί 'δω μέσα, κάτι χρόνια νωρίτερα : πρόκειται για εκείνη την αδιάφορη χλαπάτσα των Δ.Παπαμιχαήλ και Α.Σκιαδά. Λέω: να δεις που δε χρειάζεται κανένας Δεμερδεσλής να κάτσει να ανασυνθέσει την εκφώνηση, τη στιγμή που το πιθανότερο είναι να τη βρούμε αυτούσια στο σχολικό βιβλίο της εποχής. Στο κάτω-κάτω, δεν πρόκειται για καμία φοβερά ιδιαίτερη άσκηση, για καμία ασκησάρα να πούμε της Γεωμετρίας, ώστε να την αφιερώσουμε κιόλας τιμής ένεκεν. Είναι απλά μια τετριμμένη εφαρμογή της θεωρίας, γλυκούλα δε λέω, αλλά εντελώς τετριμμένη. Πιθανότατα, βέβαια, κάποιος σοβαρότερος μαθηματικός από μένα να διέκρινε ένα σωρό ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, παραλλαγές και διασυνδέσεις, εμένα ωστόσο ίσαμε εκεί φτάνει ο νους μου.

Ψάξε-ψάξε, λοιπόν, χωρίς πολύ κόπο, ανακαλύπτει κανείς πως στη σελίδα 112 της «Θεωρητικής Γεωμετρίας» -πρόκειται για το Κεφάλαιο 6 «Παραλληλόγραμμα και Τραπέζια»- υπάρχει η ίδια σχεδόν άσκηση με διαφορά μιας κορυφής: το βιβλίο άγει κάθετο τμήμα από την κορυφή Β, αντί της Γ που επειχειρεί ο Τεμπονέρας. Η άσκηση λειτουργεί, φυσικά, και με τους δύο τρόπους κι ως εκ τούτου είναι πιθανό ο συγχωρεμένος συνάδελφος στη φωτογραφία να επεδείκνυε στους μαθητές κάποια παραλλαγή της. Όσο κι αν έψαξα, παρόλα αυτά, δεν ξετρύπωσα πουθενά μες στο εν λόγω βιβλίο ακριβώς την ίδια άσκηση, οπότε είτε την πήρε από κάποιο παλαιότερο, είτε, τέλος πάντων, τη σκέφτηκε από μόνος του ο χριστιανός -δε χρειάζεται δα να είσαι κι αυτός ο Λομπατζέφσκι, αρκεί ένα κάποιο απλό γεωμετρικό μεράκι. Η βασική σύλληψη της άσκησης, με κάπως «πειραγμένα» δεδομένα, κρύβεται όπως βλέπουμε παρακάτω και στο σύγχρονο βιβλίο των Αργυρόπουλου, Βλάμου και λοιπών, στη σελίδα 64.


Έπαιξα και λίγο Geogebra Ημερολόγιο, αλλά όσο πατάει η γάτα, μήπως σχεδιάζοντας και τις δύο εκδοχές από κοινού προχωρήσω τη σύλληψη ένα βήμα πιο πέρα. Έκανα μόνο τετριμμένες παρατηρήσεις, ανάξιες λόγου. Ας πάρει τη σκυτάλη ο επόμενος, δεν καίγομαι για την υστεροφημία.

Για να το κλείσουμε το ζήτημα, ωστόσο, με απασχόλησε και τούτο 'δω, να δηλαδή, αν είναι όντως τιμητικό ν' αφιερώσεις μιαν άσκηση σαν κι αυτή και με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να θίξω στο παραμικρό τις προθέσεις των εμπνευστών της πρότασης, να σου πω Ημερολόγιο, μεταξύ μας, μου φαίνεται λίγο γελοίο το αποτέλεσμα, να πούμε «Άσκηση Τεμπονέρα». Γιατί μήτε είναι σα να λέμε το «Θεώρημα Rolle» όπου το θεώρημα αποδίδεται όντως στον κατονομαζόμενο -όταν η παραπάνω άσκηση έχει με τον Τεμπονέρα τόση λογική σχέση όση και η κιμωλία που σκόνισε το πουκάμισό του- μήτε όμως είναι και σαν το Κριτήριο της Παρεμβολής, το οποίο στην Ιταλία το ονομάζουν (ή το ονόμαζαν) «Ιl teorema dei due carabinieri», το οποίο έχει κρυστάλλινη πολιτική χροιά, η οποία δε λέει φυσικά τίποτε απολύτως για τα μαθηματικά καθαυτά, λέει όμως ένα σωρό πράγματα για το ιταλικό ταμπεραμέντο.

Προσωπικά, νομίζω Ημερολόγιο πως περισσότερο βεβηλώνουμε -άθελά μας- εκβιάζοντας παρόμοιες συγκινησιακές συναρτήσεις, παρά τιμούμε τον άνθρωπο. Στο κάτω-κάτω, ο Νίκος Ταμπονέρας, για όλους εμάς τους ξένους κι άσχετους, θα παραμένει σταθερά ένας παντοτινός άγνωστος. Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος ιδιότροπος, στενόθυμος, κουτοπόνηρος ή ακόμη χειρότερα παλιοχαρακτήρας, φίλερις και ζηλόφθων. Ποιος το ξέρει; Κι ως Μαθηματικός, πάλι, θα μπορούσε να είναι απλά ένας μέτριος δημόσιος υπάλληλος, ένας απλός διεκπεραιωτής αναλυτικών προγραμμάτων, κάποτε οκνηρός, κάποτε πάλι ειρωνικός και απαξιωτικός, όπως ένα σωρό καθηγητές. Θα μπορούσε να είναι ο χειρότερος, Ημερολόγιο, ο Τεμπονέρας μα δολοφόνος δεν ήταν. Ο Καλαμπόκας ήταν. Εδώ όμως ή σε ένα κάποιο αλλού, δεν καλούμαστε να τιμήσουμε τον Τεμπονέρα ούτε ως επιστήμονα Μαθηματικό, ούτε ως Έλληνα Γκάντι, παρά καλούμαστε να τιμήσουμε τούτο: έναν άνθρωπο που δολοφονήθηκε γιατί στάθηκε στο δημόσιο χώρο με πρόσωπο κι όχι με κουκούλα για κάτι που πίστευε. Κι ως προς αυτό δε βλέπω κανένα επιπλέον όφελος με την ονοματοδοσία, η οποία θυμίζει περισσότερο τα θεσμικά ξεμπερδέματα επί οδών και παρόδων, παρά θαρρετό αντιπάλεμα των εαυτών μας με τη λήθη.

Αυτά προς το παρόν, καλέ μου φίλε!