Αγαπητό Ημερολόγιο,
θα σε γυρίσω σήμερα πίσω, στις ένδοξες εκείνες ημέρες καταλήψεων του σωτηρίου '91. Θυμάσαι Ημερολόγιο; Μπουμπούκια της Βήτα (Λυκείου). Επιφυλάσσομαι, βέβαια, ως προς το «μπουμπούκια». Μερικοί, βλέπεις, γεννιόμαστε γερασμένοι τόσο όσο - όσο χρειάζεται δηλαδή ώστε μήτε ζωντανούς να μας πει κανείς ή νέους, μήτε και πεθαμένους ή γέροντες. Τέλος πάντων, καλέ μου φίλε, από εκείνη την εποχή έχουν περάσει -πλάκα στην πλάκα- φέτος 30 γεμάτοι χρόνοι! Πριν λίγες μέρες, 8 Ιανουαρίου, διαδικτυακός φίλος τίμησε την μνήμη του Νίκου Τεμπονέρα, θυμίζοντάς μου περισσότερο πως ήταν Μαθηματικός, παρά δολοφονημένος. Θα σου μιλήσω ειλικρινά τώρα, Ημερολόγιο, όπως το συνηθίζω πάντα να σου μιλώ. Ο δικός μου Νίκος Τεμπονέρας δεν ήταν και δεν είναι παρά ένας άγνωστος δολοφονημένος, μεταξύ των αναρίθμητων δολοφονημένων του κόσμου, με κέντρο βάρους το «άγνωστος». Από εκείνες τις ημέρες δεν κρατώ στη μνημο-σοφίτα μου το παραμικρό ίχνος θύμησης, που να 'χει να κάνει με τον άνθρωπο αυτόν. Κρίμα και άδικο, μα έτσι έχει. Θα μου πεις, όλοι αυτοί που τον θυμούνται, όπως θυμούνται τη λίστα με τα ψώνια, τον τιμούνε αληθινά ή μπας κι αγχώνονται μη μείνουν πίσω σε τούτο τ' αγώνισμα της ορθοπολιτικοφροσύνης;
Όσον αφορά πάντως τον εαυτό μου, το πιθανότερο -όπως με ξέρω και με ξέρεις- είναι πως μάλλον, εκείνη την εποχή, δεν πήρα ακριβές χαμπάρι για το ποιόν και το ποσόν των γεγονότων. Ετούτη η παραδοχή, επιπλέον, εξηγεί άριστα -μόλις τώρα το θυμήθηκα- την κατοπινή και για χρόνια σύγχυση όσον αφορά ποιανού τ' όνομα ήταν ποιανού και ποιο του θύματος και ποιο του δολοφόνου. Έτσι, πολύ πιθανό, τυχών θυμός ή κάποια θλίψη να σκόνταφταν πάνω στην άγνοια: μαγκωνόμουν, να πούμε, σαν άκουγα «Τεμπονέρας» ή «Καλαμπόκας». Έλεγα: ποιος είναι τώρα τούτος απ' τους δυο; τι πρέπει να νιώσω; Με τέτοια τραγελαφικά αισθήματα μπουρδουκλωνόμουνα, λοιπόν, στην εφηβεία και μετεφηβεία και προκοπή δεν είδα.
Μα και κάτι περισσότερο, πιο σοβαρό να πούμε: ήμουν πάντοτε πολιτικά αμβλύνους. Τούτο σημαίνει πως, παρά την ολοφάνερη απόγνωσή μου για τ' άλλα θύματα του κόσμου, τους πολιτικούς αγωνιστές ουδέποτε τους κατανόησα δεόντως κι ίσως, για το λόγο τούτο, ουδέποτε συγκινήθηκα με τις μοίρες τους όπως θα όριζε, αν όχι ένα κάποιο ήθος, τουλάχιστον ένα κάποιο μέτρο. Θλιβόμουν βέβαια, μα περισσότερο μ' όσους πενθούσαν για λογαριασμό τους, αλλά για καθαυτούς τους ίδιους στεκόμουν σκέτο κούτσουρο. Παράδοξα πράγματα, Ημερολόγιο! Μπορεί βέβαια και τούτο να συμβαίνει (ακολουθεί εκλογίκευση-παύλα-εξωραϊσμός) να, δηλαδή, πως δεν έβλεπα απαραίτητα στο πρόσωπό τους ανθρώπους αδύναμους, δεν έβλεπα άμαχους ή «αθώους», ρημάδια της ζωής ή, πάλι, σκιές στο περιθώριο της κοινωνίας. Παρά έβλεπα ανθρώπους δυνατούς, ρωμαλέους, περήφανους. Ανθρώπους με δυνατή φωνή και γροθιά υψωμένη. Όχι πως δεν άξιζε, λοιπόν, να θλιβεί κανείς, να επενδύσει απ' το ψυχικό του περίσσεμα για τούτους τους ανθρώπους. Απλά, μου ήταν ξένη αυτή η γλώσσα, αυτό το ιδιαίτερο είδος θλίψης, που δεν είναι δηλαδή απόγνωση, παρά σεμνός αναστεναγμός ή οργή για έναν λεύτερο άνθρωπο που αδικοχάθηκε. Νιώθω κι αυτό, να πούμε, πως δεν υπάρχει λόγος να θρηνήσεις έναν λεύτερο. Δεν αρμόζει να νιώσεις θλίψη για μια τέτοια θέωση (οσοδήποτε μικρή αλλά πάντοτε θέωση). Δέος μπορεί να νιώσεις, θαυμασμό, αναγνώριση. Μα θλίψη; Να πούμε την αλήθεια περισσότερη οργή και λύσσα ένιωσα με τη μετέπειτα «δικαίωση» του αυνάνα δολοφόνου, παρά θλίψη για το θάνατο του Τεμπονέρα, σαν έμαθα δηλαδή πως όχι μόνο ξεχρέωσε μ' εφτά μονάχα χρόνους ένα νοικοκυρεμένο φόνο και βγήκε ο άνθρωπος να πάρει μιαν ανάσα, μ' ακόμα χειρότερα χώθηκε σα βρωμερή πορδή και προϊστάμενος σε τράπεζα του Βόλου -όλα ετούτα δίχως να υπάρχει οποιαδήποτε κατάθεση μεταμέλειας, τουλάχιστον απ' όσο γνωρίζω, δημόσια.
Δε μπορείς να πεις, Ημερολόγιο, τη μπάλωσα όπως-όπως την υστέρησή μου. Να σου πω, όμως, τι θυμάμαι από τις ημέρες εκείνες περισσότερο; Δυο πράγματα -αν εξαιρέσεις τις εκατοντάδες εφηβικές μνήμες που χάσκουν αποσπασματικές: την καθυστερημένη μου απόφαση να συμμετάσχω στην κατάληψη και τις νυχτερινές ονειροπολήσεις «χωρίς ανάσα» κάτω απ' τα σκεπάσματα, συντροφιά μ' έναν μαγευτικό τότε Κώστα Μυλωνά. Κι επειδή ανησυχώ ήδη για το πώς ακούστηκε τούτο το τελευταίο, να διευκρινήσω: εννοώ τη ραδιοφωνική συντροφιά του :). Ένεκα των καταλήψεων, λοιπόν, δεν είχε και μεγάλη σημασία αν θα κοιμόσουν στις 11 το βράδυ ή στις 11 το πρωί κι ετούτο μου έδινε την ευκαιρία να ξενυχτώ με την χορταστική φωνή, την υπέροχη ροκ μουσική και το συναισθηματικό οπλοστάσιο ενός ανθρώπου που καμία σχέση δεν είχε τότε, μ' εκείνη τη σαβούρα που αντίκρυσα αργότερα, λίγα χρονια μετά, στην τηλεοπτική απόπειρα των «Παιδιών της Νύχτας». Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, μα θα του χρωστώ για πάντα εκείνες τις ανεπανάληπτες νυχτερινές στιγμές, κι ακόμη-ακόμη τη γνωριμία μου μ' εκείνη την άλλη ιδιαίτερη ψυχή, το θείο Μπουσκάλια, έναν ξεχωριστό άνθρωπο, κομμένο και ραμμένο στα συναισθηματικά μέτρα-άμετρα της εφηβικής τρικυμίας -τουλάχιστον της δικής μου κοπής.
Όσον αφορά τώρα το πρώτο ζήτημα, την καθυστερημένη μου δηλαδή κατάφαση στις καταλήψεις, θυμάσαι Ημερολόγιο πόσο καιρό με προβλημάτισε εκείνη μου η απόφαση; Ένα παιδί στην κοσμάρα του, κοινωνικά άβουλο, κάτω απ' την πίεση του (ευρύτερου) περιβάλλοντος, χρειάστηκε να αναδυθεί από βαθύ εαυτόν μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτά τα νέα χρέη ενός πολίτη. Κι ως εκ τούτου, αν η απόφαση να στηρίξω την κατάληψη ήταν σωστή ή όχι, δεν είχε να κάνει στο παραμικρό με τούτη την καταφανή αλήθεια: πως δηλαδή επρόκειτο για την πρώτη μου βαθιά πολιτική απόφαση, το πρώτο συνειδητό βήμα σ' έναν κόσμο του «εμείς». Τώρα κατά πόσο ήταν βήμα αληθινά συνειδητό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση, Ημερολόγιο. Σήμερα, με τη γνώση τόσης ζωής συσσωρευμένης πάνω σ' εκείνη τη ζωή τολμώ να υποθέσω πως βάρυνε περισσότερο η συναισθηματική επιρροή του περιβάλλοντος παρά κάποια ακραιφνής και διαυγής αντίληψη των καταστάσεων. Το αληθινά πολιτικό μου βήμα γίνηκε πολλά χρόνια αργότερα, είκοσι χρόνια χοντρικά, με την υπέροχη εκείνη πλατεία των «Αγανακτισμένων» το '11. Υπάρχει φυσικά κι αυτό το ενδεχόμενο, τόση ζωή συσσωρευμένη να πνίγει τελικά, να συσκοτίζει παρά να διαυγάζει τις πραγματικές αλληλουχίες λογισμών που έλαβαν χώρα τόσο πολύ καιρό στο παρελθόν, σε μια ψυχή τόσο μα τόσο μακρινή κι ας ήταν η δική μου, όταν δε θυμάμαι καλά-καλά τι έφαγα προχθές. Κι ίσως στην αγωνία μου να μείνω ακριβοδίκαιος καταλήξω τελικά να γίνω φθηνοδίκαιος.
Αλλά γιατί ξεκίνησα να γράφω, Ημερολόγιο; Ξεκίνησα να γράφω για το Νίκο Τεμπονέρα ως Μαθηματικό περισσότερο, παρά ως αγωνιστή. Ή μάλλον, ορθότερα, ξεκίνησα να γράψω για ένα μοναδικό στιγμιότυπο της ζωής του Νίκου Τεμπονέρα, αυτό που έμεινε αποτυπωμένο στη συλλογική μνήμη με την πλέον διαδεδομένη φωτογραφία, η οποία κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο.
Όπου, λοιπόν, καλό Ημερολόγιο, κάποιος-κάπου-κάποτε αναρωτήθηκε: τι στα κομμάτια έλυνε ο άνθρωπος τούτος, όπως φαίνεται και στον πίνακα πίσω του, λίγο πριν τη λήψη της φωτογραφίας; Είναι, βλέπεις, αυτές οι μικρές λεπτομέρειες τις οποίες, αν πάρεις πολύ στα σοβαρά, κινδυνεύεις να χάσεις ολόκληρο το δάσος πίσω από μια οδοντογλυφίδα κι αντί να τιμάς το πρόσωπο να τιμάς την τίμηση. Έτσι, λοιπόν, επειδή είναι εύλογο για το κύριο θέμα κάποτε να ξεθωριάσει απ' την πολυχρησία (μπορεί κιόλας να εκλαμβάνεται ως δεδομένο, εκ σημείου τινός κι έπειτα), άρχισαν να αναδύονται σημασιολογικά τα ήσσονα περιβάλλοντα, τα οποία ως τότε αποτελούσαν ένα γκρι χυλό δίχως ιδιαίτερη σημασία. Ας πάει και το παλιάμπελο, λοιπόν, κι αφού μας κάνει κι ο αναμάρτητος πρώτος τη χάρη, ας εξετάσουμε την άσκηση αυτή, η οποία τρεις δεκαετίες τώρα στεφανώνει πιστά κι ακούραστα τη θύμηση του αδικοχαμένου.
Για να είμαι ειλικρινής, βέβαια, την εξέταση τούτη δε θα την κάνω ο ίδιος, αφού έχουν προλάβει άλλοι ν' ασχοληθούν μαζί της πριν από μένα, οπότε ιδού, σου παρουσιάζω επιτέλους την Άσκηση «Τεμπονέρα». Το άρθρο δεν είναι τίποτε, κάνα σεντόνι, οπότε να υποθέσω πως καθώς συνεχίζεις την ανάγνωση, πρόλαβες να του ρίξεις μια ματιά. Κάθισα και σκέφτηκα, λοιπόν, πως όντας ο Τεμπονέρας καθηγητής μαθηματικών την εποχή εκείνη κι εγώ μαθητής της Β΄, το πιθανότερο θα 'ταν να λύνει ο άνθρωπος ασκήσεις από το ίδιο σχολικό βιβλίο, στο οποίο είχα μαθητεύσει κι εγώ και όλη μου η γενιά. Για το βιβλίο αυτό, να πούμε, έχουμε ξανασχοληθεί 'δω μέσα, κάτι χρόνια νωρίτερα : πρόκειται για εκείνη την αδιάφορη χλαπάτσα των Δ.Παπαμιχαήλ και Α.Σκιαδά. Λέω: να δεις που δε χρειάζεται κανένας Δεμερδεσλής να κάτσει να ανασυνθέσει την εκφώνηση, τη στιγμή που το πιθανότερο είναι να τη βρούμε αυτούσια στο σχολικό βιβλίο της εποχής. Στο κάτω-κάτω, δεν πρόκειται για καμία φοβερά ιδιαίτερη άσκηση, για καμία ασκησάρα να πούμε της Γεωμετρίας, ώστε να την αφιερώσουμε κιόλας τιμής ένεκεν. Είναι απλά μια τετριμμένη εφαρμογή της θεωρίας, γλυκούλα δε λέω, αλλά εντελώς τετριμμένη. Πιθανότατα, βέβαια, κάποιος σοβαρότερος μαθηματικός από μένα να διέκρινε ένα σωρό ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, παραλλαγές και διασυνδέσεις, εμένα ωστόσο ίσαμε εκεί φτάνει ο νους μου.
Ψάξε-ψάξε, λοιπόν, χωρίς πολύ κόπο, ανακαλύπτει κανείς πως στη σελίδα 112 της «Θεωρητικής Γεωμετρίας» -πρόκειται για το Κεφάλαιο 6 «Παραλληλόγραμμα και Τραπέζια»- υπάρχει η ίδια σχεδόν άσκηση με διαφορά μιας κορυφής: το βιβλίο άγει κάθετο τμήμα από την κορυφή Β, αντί της Γ που επειχειρεί ο Τεμπονέρας. Η άσκηση λειτουργεί, φυσικά, και με τους δύο τρόπους κι ως εκ τούτου είναι πιθανό ο συγχωρεμένος συνάδελφος στη φωτογραφία να επεδείκνυε στους μαθητές κάποια παραλλαγή της. Όσο κι αν έψαξα, παρόλα αυτά, δεν ξετρύπωσα πουθενά μες στο εν λόγω βιβλίο ακριβώς την ίδια άσκηση, οπότε είτε την πήρε από κάποιο παλαιότερο, είτε, τέλος πάντων, τη σκέφτηκε από μόνος του ο χριστιανός -δε χρειάζεται δα να είσαι κι αυτός ο Λομπατζέφσκι, αρκεί ένα κάποιο απλό γεωμετρικό μεράκι. Η βασική σύλληψη της άσκησης, με κάπως «πειραγμένα» δεδομένα, κρύβεται όπως βλέπουμε παρακάτω και στο σύγχρονο βιβλίο των Αργυρόπουλου, Βλάμου και λοιπών, στη σελίδα 64.
Έπαιξα και λίγο Geogebra Ημερολόγιο, αλλά όσο πατάει η γάτα, μήπως σχεδιάζοντας και τις δύο εκδοχές από κοινού προχωρήσω τη σύλληψη ένα βήμα πιο πέρα. Έκανα μόνο τετριμμένες παρατηρήσεις, ανάξιες λόγου. Ας πάρει τη σκυτάλη ο επόμενος, δεν καίγομαι για την υστεροφημία.
Για να το κλείσουμε το ζήτημα, ωστόσο, με απασχόλησε και τούτο 'δω, να δηλαδή, αν είναι όντως τιμητικό ν' αφιερώσεις μιαν άσκηση σαν κι αυτή και με αυτόν τον τρόπο. Χωρίς να θέλω να θίξω στο παραμικρό τις προθέσεις των εμπνευστών της πρότασης, να σου πω Ημερολόγιο, μεταξύ μας, μου φαίνεται λίγο γελοίο το αποτέλεσμα, να πούμε «Άσκηση Τεμπονέρα». Γιατί μήτε είναι σα να λέμε το «Θεώρημα Rolle» όπου το θεώρημα αποδίδεται όντως στον κατονομαζόμενο -όταν η παραπάνω άσκηση έχει με τον Τεμπονέρα τόση λογική σχέση όση και η κιμωλία που σκόνισε το πουκάμισό του- μήτε όμως είναι και σαν το Κριτήριο της Παρεμβολής, το οποίο στην Ιταλία το ονομάζουν (ή το ονόμαζαν) «Ιl teorema dei due carabinieri», το οποίο έχει κρυστάλλινη πολιτική χροιά, η οποία δε λέει φυσικά τίποτε απολύτως για τα μαθηματικά καθαυτά, λέει όμως ένα σωρό πράγματα για το ιταλικό ταμπεραμέντο.
Προσωπικά, νομίζω Ημερολόγιο πως περισσότερο βεβηλώνουμε -άθελά μας- εκβιάζοντας παρόμοιες συγκινησιακές συναρτήσεις, παρά τιμούμε τον άνθρωπο. Στο κάτω-κάτω, ο Νίκος Ταμπονέρας, για όλους εμάς τους ξένους κι άσχετους, θα παραμένει σταθερά ένας παντοτινός άγνωστος. Θα μπορούσε να είναι άνθρωπος ιδιότροπος, στενόθυμος, κουτοπόνηρος ή ακόμη χειρότερα παλιοχαρακτήρας, φίλερις και ζηλόφθων. Ποιος το ξέρει; Κι ως Μαθηματικός, πάλι, θα μπορούσε να είναι απλά ένας μέτριος δημόσιος υπάλληλος, ένας απλός διεκπεραιωτής αναλυτικών προγραμμάτων, κάποτε οκνηρός, κάποτε πάλι ειρωνικός και απαξιωτικός, όπως ένα σωρό καθηγητές. Θα μπορούσε να είναι ο χειρότερος, Ημερολόγιο, ο Τεμπονέρας μα δολοφόνος δεν ήταν. Ο Καλαμπόκας ήταν. Εδώ όμως ή σε ένα κάποιο αλλού, δεν καλούμαστε να τιμήσουμε τον Τεμπονέρα ούτε ως επιστήμονα Μαθηματικό, ούτε ως Έλληνα Γκάντι, παρά καλούμαστε να τιμήσουμε τούτο: έναν άνθρωπο που δολοφονήθηκε γιατί στάθηκε στο δημόσιο χώρο με πρόσωπο κι όχι με κουκούλα για κάτι που πίστευε. Κι ως προς αυτό δε βλέπω κανένα επιπλέον όφελος με την ονοματοδοσία, η οποία θυμίζει περισσότερο τα θεσμικά ξεμπερδέματα επί οδών και παρόδων, παρά θαρρετό αντιπάλεμα των εαυτών μας με τη λήθη.
Αυτά προς το παρόν, καλέ μου φίλε!